κρυπτώς

κρυπτώς
(AM κρυπτῶς)
βλ. κρυπτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρυπτῶς — κρυπτός hidden adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”